- μιαρουργός
- μιαρουργός, -όν (Α)αχρείος, ελεεινός, βδελυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -ουργός (< ἔργον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιαρουργία — η (Α) [μιαρουργός] μιαρό έργο, αισχρουργία … Dictionary of Greek
μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… … Dictionary of Greek